ξεκουράζομαι

ξεκουράζομαι
ξεκουράζομαι, ξεκουράστηκα βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανελιν(ν)ύω — ἀνελιν(ν)ύω (Α) χασομερώ, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)* + ελιν(ν)ύω «ξεκουράζομαι, αναπαύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ακαματεύω — και ακαματεύγω 1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης «άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε» 2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω 3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης. ΠΑΡ. ακαμάτεμα] …   Dictionary of Greek

  • αλλαγιάζω — 1. κάνω αλλαγή, μεταθέτω, μετατοπίζω (κυρίως αλλάζω τη στροφή βοδιών στο αλώνισμα για την ανακούφιση τού ακραίου, που μοχθεί περισσότερο) 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. αλλάζω τη θέση μου, μετατοπίζομαι και μτφ. ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • ανασαίνω — (Μ ἀνασαίνω) 1. αναπνέω 2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι 3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη… …   Dictionary of Greek

  • αποκουμπώ — κ. απακουμπώ ( άω) (Μ ἀπακουμπῶ) στηρίζομαι κάπου νεοελλ. 1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ ένα σημείο 2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι 3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ 4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία …   Dictionary of Greek

  • αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …   Dictionary of Greek

  • απορραθυμώ — ἀπορραθυμῶ ( έω) (AM) μσν. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου αρχ. παραμελώ κάτι από αδιαφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”